Blog

Σίκινος

Henrik Hansen

February, 2019

Lexis

«Θα σας ενημερώσουμε, κύριε …την επόμενη εβδομάδα», είπε μ’ ένα χαμόγελο, ψεύτικο βέβαια, όταν έκλεινε τη πόρτα ο νεαρός που είχε έρθει για δουλειά. Το είχε ήδη πει σήμερα μερικές φορές και πάντα με αυτό το ψευτόγελο. Το είχε συνηθίσει και όχι μόνο στη δουλειά του.

Είχε ένα ιδιωτικό γραφείο εύρεσης Εργασίας. Οι μεγαλύτερες εταιρίες της Ελλάδας του είχαν αναθέσει να βρει γι’ αυτούς τους πιο κατάλληλους υπαλλήλους. Του έστελναν τους υποψήφιους για συνεντεύξεις. Γνώριζε όλους τους κυρίους από την Εθνική τράπεζα, τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, τα Ελληνικά Πετρέλαια, την Cosmote και το ΜΕΓΑ, τους περισσότερους από τη Πανεπιστήμιο.
Είχε σπουδάσει οικονομία και ψυχολογία στη Θεσσαλονίκη και στη Φρανκφούρτη. Αυτό, όμως, είχε γίνει πριν από πολλά χρόνια. Οι περισσότερες αναμνήσεις είχαν χαθεί – γνωστοί και φίλοι από τότε όχι. Δούλευε σκληρά όλα τα προηγούμενα τριάντα χρόνια και με τη βοήθεια και τα μέσα των φίλων του έφτασε εκεί όπου ήταν τώρα, δηλαδή σε ένα τεράστιο γραφείο στο Λυκαβηττό με θέα στην Ακρόπολη μέχρι τον Πειραιά, ένα μεγάλο σπίτι στην Κηφισιά με πισίνα, ένα εξοχικό στην Αίγινα. Είχε βέβαια και μια γυναίκα και μια κόρη.

Την τελευταία, όμως, είχε να τη δει χρόνια. Είχε κόψει τους δεσμούς του μ΄ αυτή, επειδή είχε παντρευτεί ένα ψαρά στη Σίκινο. Η κόρη του από την Κηφισιά που πήγαινε στην Βρετανική σχολή της Άγιας Αικατερίνης στη Μαρούσι! Είχε όλο τον κόσμο μπροστά της, τα καλύτερα Πανεπιστήμια στην Αγγλία και στην Αμερική! Αλλά ερωτεύθηκε, η χαζή, έναν ψαρά! Τι ντροπή κι αυτή!
Ο μεγάλος καβγάς τότε πριν εφτά χρόνια είχε αλλάξει όλη τη ζωή του. Είχε θυμώσει πολύ και θυμάται μέχρι τώρα το ένα και μοναδικό χαστούκι της ζωής του. Δεν είχε χαστουκίσει ποτέ κανέναν. Ήταν κατά των αρχών του ως ψυχολόγος. Μα τότε χαστούκισε και μάλιστα την αγαπημένη του κόρη! Γκρεμίστηκε ένας κόσμος και εκείνη έφυγε τότε για πάντα. Ούτε στο γάμο της δεν είχε πάει. Όχι! Τον είχε απογοητεύσει πολύ και ήταν χρόνια τώρα θυμωμένος μαζί της. Είχε απαγορεύσει και στη γυναίκα του να πάει, αλλά αυτή πήγε τελικά και έτσι άρχισε να χαλάει και η σχέση μεταξύ τους, όχι ο επίσημος γάμος τους. Ήτανε ακόμα παντρεμένοι αλλά η γυναίκα του είχε τη γκαλερί της στο Κολωνάκι και παρόλο που ήταν αρκετά κοντά στο γραφείο του δεν πήγαιναν ποτέ για ένα καφέ ή μεσημεριανό μαζί.
Καθόταν στο γραφείο του και κοίταζε το πρόσωπό του στο μεγάλο παλαιό καθρέφτη. Ναι, δεν είχε τίποτα κοινό πια μ’ αυτό το νεαρό με τα πυκνά μαύρα μαλλιά και τα λαμπερά γαλάζια μάτια που χαμογελούσανε κάποτε σε όλους. Δεν ήταν ψεύτικα όπως σήμερα, αλλά ειλικρινή και ανοιχτά. Αντίκρισε έναν θλιβερό, ηλικιωμένο άντρα που δεν μπορούσε πια να κρύψει τα 58 του χρόνια.
Μα πώς; Άραγε δεν ζούσε όπως όλα τα νέα στελέχη σήμερα; Πήγαινε κάθε μέρα στο γυμναστήριο, έτρεχε 10 χιλιόμετρα στον κυλιόμενο διάδρομο, έτρωγε μόνο στα καλύτερα ασιατικά ή ιταλικά εστιατόρια, πήγαινε τακτικά για ένα καινούργιο κοστούμι, μια γραβάτα ή ένα πουκάμισο στο Μιλάνο, Λονδίνο ή Παρίσι. Φυσικά ήταν πολυάσχολος και περιζήτητος. Αλλά δεν ήταν καλό αυτό; Προσέδιδε κύρος στη ζωή! Όχι πια απλά τα χρήματα. Θεωρητικά θα μπορούσε να ζει σαν αργόσχολος, είχε τα εισοδήματα και από δυο διαμερίσματα στο Κολωνάκι που είχε κάποτε αγοράσει για τη κόρη του. Αλλά δεν το είχε σκεφτεί ποτέ σοβαρά, παρόλο που είχε χάσει και το κέφι για τη δουλειά του και δεν ενδιαφερόταν πια ιδιαίτερα για τους ανθρώπους που του έστελναν για συνεντεύξεις. Δεν ενδιαφερόταν για κανέναν πια και ζούσε τη ζωή του σαν ρομπότ που πρέπει να λειτουργεί καλά.

Κοίταξε τον εαυτό του στα μάτια. Αναρωτήθηκε, τι είχε συμβεί. Πού είχε πάει η χαρά του, η αλήθεια του και η σπίθα ζωής στα μάτια του; Δεν ήταν πια νεαρός ούτε πια ο σαραντάχρονος που είχε επιπλώσει αυτό το γραφείο και φτάσει σ΄ αυτό το επίπεδο ζωής, που ήταν σήμερα. Τι είχε γίνει;

Ήξερε ως ψυχολόγος, άλλα και από απλή ανθρώπινη εμπειρία ότι η απάντηση βρίσκεται μέσα του. Έρχεται από μόνη της από το βάθος της ψυχής. Το μόνο που χρειάζεται είναι το να μην τη φοβάται, να τη δεχτεί – οποιαδήποτε και αν είναι – και να τη σκεφτεί αργά και καλά. Κοίταξε στα μάτια του. Και αρχικά ήθελε να τα αποφύγει. Είχε παρατηρήσει ότι αποφεύγει το βλέμμα του στον καθρέφτη το πρωί όταν ξυρίζεται, αλλά δεν ήθελε ποτέ να προβληματιστεί γι΄ αυτό. Κοίταξε ξανά και ένιωσε πως βαθιά από τη ψυχή του ανέβηκε η εικόνα της κόρης του μαζί με ένα μεγάλο δάκρυ που έτρεχε κάτω στο πρόσωπό του. Η αγαπημένη του κόρη! Πώς είναι; Τι κάνει; Είδε το όμορφο χαμόγελό της και μετά τα δάκρυά της μετά από το χαστούκι. Έγιναν τώρα, όμως, τα δικά του δάκρυα και κυλούσαν σε όλο το πρόσωπό του σαν να μην ήθελαν να τελειώσουν.

Στο τέλος υπήρχε μόνο μία λέξη: η Σίκινος. Και σαν να είχαν σπάσει τα δάκρυα ένα σκληρό περίβλημα που έχει σφίξει την καρδιά του από χρόνια, ένιωθε τώρα πώς κάθε παλμό της του επέστρεφε δύναμη, φως και αλήθεια. Ναι, ένιωθε ξανά εκείνο το πολύτιμο συναίσθημα που είχε γνωρίσει στη ζωή του. Ένιωθε την αλήθεια ή το σωστό που ήταν πάντα – στα νιάτα του τουλάχιστον – ο γνώμονας των πράξεών του. Πώς μπόρεσε να το χάσει; Άραγε δεν υπάρχει, όπου υπάρχει αλήθεια, και ζωή και ακόμα αιωνιότητα; Έπρεπε να την κάνει πάλι το φως της ζωής του! Έπρεπε πρώτα να πάει στη Σίκινο για να ζητήσει συγνώμη από την κόρη του και να την αγκαλιάσει.

Ανέθεσε αμέσως στην γραμματέα του την αποστολή να ακυρώσει όλα τα ραντεβού της επόμενης εβδομάδας και να κλείσει ένα εισιτήριο με το βραδινό πλοίο για Σίκινο.
Εκεί στη Σίκινο ήταν τώρα και η γυναίκα του που πήγαινε συχνά και τακτικά. Δεν μπορούσε να ζει χωρίς τα εγγόνια της. Ήταν, όμως, και τα εγγόνια του! Πρώτη φορά το συνειδητοποίησε. Δύο! Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Θα γίνουν τώρα πάλι μια γνήσια μεγάλη οικογένεια;

Και πάλι γέμιζαν δάκρυα τα μάτια του και τα μικρά νησάκια από τα οποία πέρασε το πλοίο θόλωσαν σε ωχροκίτρινες κηλίδες το ατελείωτο μπλε του Αιγαίου. Ναι, καθόταν τώρα ήδη στο πλοίο. Είχε φύγει αμέσως μετά από ένα σύντομο τηλεφώνημα στη γυναίκα του, που της έλεγε ότι θα έφτανε αύριο το πρωί εκεί στη Σίκινο. Εκείνη δεν ήξερε τι να πει. Σιωπή στη γραμμή, αλλά και μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Τώρα μόνο, στο πλοίο άρχισε να σκέφτεται τι θα γίνει, πώς θα τον δεχτούν! Θα τον συγχωρέσει η κόρη του; Πώς θα σταθεί μπροστά στο γαμπρό και στον πατέρα του; Φοβόταν και άρχισε να αμφιβάλλει, αν ήταν σωστό να πάει εκεί τώρα. Μα δεν είπε ότι θέλει να κάνει πάλι μόνο το σωστό και το αληθινό στη ζωή του; Και άραγε δεν ήταν το σωστό να πάει στην κόρη του για να την πάρει στην αγκαλιά του; Να μη φοβάσαι τίποτα, μην ανησυχείς – είπε σιγά στον εαυτό του. Όταν ακολουθείς την αλήθεια δεν πρέπει να φοβάσαι τίποτα. Η ζωή είναι μαζί σου!
Και έτσι, στην προβλήτα, στη Σίκινο, πρωί-πρωί άκουσε ξαφνικά το όνομά του και ένας κοντός απλά ντυμένος άντρας – στη δική του ηλικία – με μεγάλα μάτια γεμάτα ζωή και χαρά τον αγκάλιασε λέγοντας «Καλώς ήρθες, Αντώνη! Σε περιμένουμε όλοι». Και χωρίς ίχνος επίκρισης εκείνος – που συστήθηκε ως πεθερός της Βάσως, της κόρης του – πήρε τη βαλίτσα και την έβαλε σε μια βάρκα.
«Είμαστε όλοι ψαράδες εδώ. Θα πάμε με τη βάρκα. Είναι το πιο γρήγορο. Σε περιμένουν, Αντώνη, και πώς σε περιμένουν! Οι μικροί και η κόρη σου και ο Νίκος, ο γιος μου!» Και πάλι ένιωθε πώς δάκρυα γέμιζαν τα μάτια του. Μα πώς τώρα; Ντρεπόταν μπροστά στον άλλον. «Να κλαις Αντώνη, κι εγώ έκλαψα χτες, όταν η γυναίκα σου μας είπε ότι θα έρθεις σήμερα. Να μη ντρέπεσαι, Αντώνη. Είμαστε απλοί άνθρωποι εδώ και ξέρουμε τη ζωή».

Τι όμορφη ήταν η απόκρημνη ακτή της Σίκινου και τα βράχια της στον πρωινό ήλιο! Πόση αγνή κείτονταν η παρθένα φύση της μπροστά του. Η γαλήνη του Αιγαίου, η ατελείωτη ησυχία και τα μεγάλα ήπια μαύρα μάτια του συμπέθερού του θύμιζαν τις εικόνες που κάποτε φανταζόταν για τον παράδεισο, όταν ο Αδάμ ήταν ακόμα μέρος του.

Φτάσανε σε μια μικρή παραλία όπου υπήρχε μόνο ένα σπίτι και μια ψαροταβέρνα. «Εδώ είμαστε. Καλώς ήρθες στο μικρό παράδεισό μας!» Ναι, παράδεισος φαινόταν. Και ξαφνικά έτρεξαν από το σπίτι δυο παιδιά. Τα εγγόνια του! «Παππού, Παππού!» Πρώτη φορά αυτή η λέξη προοριζόταν γι’ αυτόν τον ίδιο. Τι όμορφο χαμόγελο είχε το κορίτσι! Πώς έλαμπαν τα μάτια του αγοριού! Του φάνηκε σαν να έβλεπε ζωντανά τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που είχαν τραβήξει οι δικοί του γονείς όταν ήταν ακόμα μικρούλης. Τώρα, όμως, με χρώματα και γεμάτες ζωή! Τα δυο παιδιά τον αγκάλιασαν και τον τράβηξαν προς το σπίτι. Από εκεί τον πλησίασε η κόρη του. Το ίδιο χαμόγελο, τα ίδια μάτια, αλλά ακόμα πιο όμορφα, πιο ελεύθερα, όπως του φάνηκε. – «Πατέρα! Πατέρα μου!» – «Συγνώμη που …» – αλλά δεν τον άφησε να τελειώσει την πρότασή του. Τον αγκάλιασε και οι δυο ξέσπασαν σε δάκρυα και στέκονταν αγκαλιά και έκλαιγαν. Δεν ένιωσαν πώς πέρασαν ολόκληρα λεπτά. Είχαν βυθιστεί σε μια αιωνιότητα, όπου μέσα από τα δάκρυα γεννιέται καινούργιο φως, το αληθινό φως. Και κανείς από τους δύο δεν ήθελε να το χάσει ξανά. Τα παιδιά που τους κοίταζαν από κάτω με περιέργεια, άρχισαν να ανησυχούν. «Μαμά!, Παππού! Τι έχετε;» – «Αφήστε τους, παιδιά! Τους κάνει καλό!» – άκουσε τη φωνή της γυναίκας του και με μια ματιά την είδε στο κατώφλι του σπιτιού μαζί με έναν νεαρό – μάλλον το Νίκο το γαμπρό του – που του ένευσε με ένα ζεστό χαμόγελο. Έτσι επέστρεψαν και οι δυο στην πραγματικότητα και με βλέμματα γεμάτα φως και αγάπη πήγαν μαζί προς στο σπίτι. Φίλησε τη γυναίκα του, αλλά όχι με το συνηθισμένο φιλάκι του «Γεια» της Αθήνας, αλλά με ένα φιλί της νιότης τους, γεμάτο γεύση από τα χείλη τους. Κοντά του περίμενε και ο Νίκος που προσπάθησε να εκφράσει κάτι σαν «Συγνώμη που σου πήρα τη κόρη σου», αλλά τώρα αυτός ο ίδιος δεν ήθελε να ακούσει καμία συγνώμη, γιατί είχε καταλάβει ότι αυτός ο ίδιος έφταιγε για όλα, ότι τα εγγόνια του μεγάλωσαν χωρίς παππού και ότι η κόρη του όλα αυτά τα περασμένα χρόνια δεν μπορούσε να μοιράζετε τις χαρές και τις έγνοιες του γάμου της με τον πατέρα της, ότι ο γαμπρός του δεν είχε βρει μέχρι τώρα στον πεθερό του έναν καλό, καινούργιο φίλο. Ήξερε ότι έφταιγε αυτός ο ίδιος και η σκληρότητά του που είχε κλέψει και απ΄ αυτόν τον ίδιον πολλά, πολύτιμα χρόνια της ζωής του. Τώρα όμως, είχαν ξεπλύνει τα δάκρυα όλο το παρελθόν και τώρα είχε σημασία μόνο το παρόν και το μέλλον. Και αυτά – του φάνηκε – αρχίζουν σ’ ένα παράδεισο.